- επινωτιδιος
- ἐπινωτίδιοςἐπι-νωτίδιος2
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επινωτίδιος — ἐπινωτίδιος, ον (Α) τραχύ μάλλινο πανωφόρι που κάλυπτε τα νώτα, την πλάτη, η μπέρτα, η κάπα … Dictionary of Greek
ἐπινωτίδιον — ἐπινωτίδιος on the back masc/fem acc sg ἐπινωτίδιος on the back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)